- σίπαρος
- ο, Νναυτ. το ελαφρό τετράγωνο πανί που βρίσκεται πάνω από τον φώσωνα, τον παπαφίγγο, κν. κούντρος ή κοντραπαπαφίγγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. supparus, -i / supparum, -i / siparum, -i «οθόνη, ιστίο» (< supo / sipo «ρίχνω, απλώνω, σκορπίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.